Ο Κωνσταντίνος Ζέγγελης (1870 – 18 Αυγούστου 1957) υπήρξε Έλληνας φυσικομαθηματικός, καθηγητής πανεπιστημίου τον 20ο αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1870, με την καταγωγή του να είναι από την Τρίπολη Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο δικηγόρος και βουλευτής Δημήτριος Ζέγγελης, και αδελφός του ο οικονομολόγος Ηλίας Ζέγγελης. Θείος του (αδελφός της μητέρας του) ήταν ο Θεόδωρος Αρεταίος. Σπούδασε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και αναγορεύθηκε διδάκτορας των Φυσικών Επιστημών το 1891. Μετέβη για σπουδές στο εξωτερικό και σπούδασε χημεία στα Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Λειψίας, Γενεύης και Παρισιού.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε Υφηγητής της Γενικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1895 και καθηγητής της Φυσικής Χημείας το 1904 στη θέση του αποθανόντος Αναστάσιου Χρηστομάνου. Στο ενδιάμεσο, το 1897, διορίσθηκε καθηγητής Χημείας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Υπήρξε ο πρώτος φυσικοχημικός του Πανεπιστημίου Αθηνών. Απολύθηκε το 1910 και ξαναδιορίστηκε το 1912. Αποχώρησε από την Έδρα της Ανοργάνου Χημείας το 1938.
Υπήρξε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το ακαδημαϊκό έτος 1924-25 και ιδρυτής της Πανεπιστημιακής Λέσχης. Ακόμη, κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1914-1915 και 1933-1934 διετέλεσε κοσμήτορας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου. Διορίσθηκε ακαδημαϊκός από τη σύσταση της Ακαδημίας Αθηνών και εξελέγη τρίτος πρόεδρός της (1928). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο το 1938 και η κύρια απασχόληση του ήταν κυρίως με τα καθήκοντα του στην Ακαδημία Αθηνών.
Διετέλεσε Γερουσιαστής, αντιπρόσωπος του Πανεπιστημίου των Ανωτάτων Σχολών και της Ακαδημίας και αντιπρόεδρος της Γερουσίας (1929-30). Την περίοδο της θητείας του στην Γερουσία προώθησε τα σχέδια για τον Οργανισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τη νομοθετική κατοχύρωση της Ένωσης Ελλήνων Χημικών. Διατηρούσε επίσης καλές φιλικές σχέσεις με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, γεγονός που τον βοήθησε να κατέχει ισχυρή θέση. Ήταν τακτικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Χημείας. Μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στάλθηκε μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς στη Μακεδονία, για να ερευνήσει τις ωμότητες των Βουλγάρων στον ντόπιο πληθυσμό. Τις παρατηρήσεις τους αυτές τις εξέδωσαν σε βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά και τα γαλλικά, και μέσω παρουσιάσεων σε γαλλικά πανεπιστήμια κατέδειξαν τις πράξεις των Βουλγάρων στον Ευρωπαϊκό λαό. Μεταξύ των παρασήμων τα οποία έλαβε, είναι και αυτό της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Χρυσού σταυρού του Φοίνικα του Γεωργίου της Ελλάδας και του Ταξιάρχη του Τάγματος Μαυριτίου και Λαζάρου της Ιταλίας.
Συνέγραψε περισσότερες από πενήντα επιστημονικές εργασίες, σχετικές με τη χημεία. Θέματα που τον απασχόλησαν ήταν οι χημικές αντιδράσεις σε διάφορες συνθήκες, οι καταλύσεις και τα κολλοειδή. Ασχολήθηκε ακόμη με φιλοσοφικά θέματα. Το έργο του ήταν το σημαντικό, ώστε η Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, ζήτησε την υπογραφή του, ώστε να την τοποθετήσει στο αρχείο αυτογράφων μεγάλων προσωπικοτήτων. Σημαντικές ήταν επίσης οι εργασίες του αναφορικά με τους αρχαίους μπρούντζους και την πατίνα που τοποθετείται σε γλυπτά, καθώς και οι εργασίες του για το υγρό πυρ των Βυζαντινών, τα θερμόμετρα στην αρχαία εποχή και τους παπύρους.
Σε νεαρή ηλικία νυμφεύτηκε την Ελένη Ηλιάσκου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Απεβίωσε στις 18 Αυγούστου 1957, στην Αθήνα.